Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

περίσκεμμα
περισκεπάζω
περισκεπτέον
περίσκεπτος
περισκέπω
περίσκεψις
περισκέψομαι
περισκήνια
περισκήπτω
περισκιάζομαι
περισκιασμός
περίσκιος
περισκιρτάω
περίσκληρος
περισκληρύνω
περίσκον
περισκοπέω
περισκόπησις
περισκορπίζω
περισκουτλόω
περισκυθίζω
View word page
περισκιασμός
περισκῐ-ασμός, ,
A). obscuration, Id. 2.372e (pl.).


ShortDef

obscuration

Debugging

Headword:
περισκιασμός
Headword (normalized):
περισκιασμός
Headword (normalized/stripped):
περισκιασμος
IDX:
82110
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-82111
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">περισκῐ-ασμός</span>, <span class="gen greek">ὁ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">obscuration</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Id.</span> 2.372e </span> (pl.).</div> </div><br><br>'}