Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

περισκελίς
περισκέλλω
περίσκεμμα
περισκεπάζω
περισκεπτέον
περίσκεπτος
περισκέπω
περίσκεψις
περισκέψομαι
περισκήνια
περισκήπτω
περισκιάζομαι
περισκιασμός
περίσκιος
περισκιρτάω
περίσκληρος
περισκληρύνω
περίσκον
περισκοπέω
περισκόπησις
περισκορπίζω
View word page
περισκήπτω
περισκήπτω,
A). prop or press all round, Hsch.


ShortDef

prop

Debugging

Headword:
περισκήπτω
Headword (normalized):
περισκήπτω
Headword (normalized/stripped):
περισκηπτω
IDX:
82108
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-82109
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">περισκήπτω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">prop</span> or <span class="tr" style="font-weight: bold;">press all round</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div> </div><br><br>'}