Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

περισκέλια2
περισκελίζω
περισκελίς
περισκέλλω
περίσκεμμα
περισκεπάζω
περισκεπτέον
περίσκεπτος
περισκέπω
περίσκεψις
περισκέψομαι
περισκήνια
περισκήπτω
περισκιάζομαι
περισκιασμός
περίσκιος
περισκιρτάω
περίσκληρος
περισκληρύνω
περίσκον
περισκοπέω
View word page
περισκέψομαι
περι-σκέψομαι, fut. of περισκοπέω.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
περισκέψομαι
Headword (normalized):
περισκέψομαι
Headword (normalized/stripped):
περισκεψομαι
IDX:
82106
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-82107
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">περι-σκέψομαι</span>, fut. of <span class="foreign greek">περισκοπέω</span>.</div><br><br>'}