Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

περίσκαψις
περισκελασία
περισκέλεια
περισκελής
περισκελής
περισκελία1
περισκέλια2
περισκελίζω
περισκελίς
περισκέλλω
περίσκεμμα
περισκεπάζω
περισκεπτέον
περίσκεπτος
περισκέπω
περίσκεψις
περισκέψομαι
περισκήνια
περισκήπτω
περισκιάζομαι
περισκιασμός
View word page
περίσκεμμα
περίσκεμμα, ατος, τό,
A). inquiry, examination, PLond ined. 2082 (ii/i B. C.).


ShortDef

inquiry, examination

Debugging

Headword:
περίσκεμμα
Headword (normalized):
περίσκεμμα
Headword (normalized/stripped):
περισκεμμα
IDX:
82100
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-82101
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">περίσκεμμα</span>, <span class="itype greek">ατος</span>, <span class="gen greek">τό</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">inquiry, examination, PLond ined.</span> <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0638.tlg007:2082" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0638.tlg007:2082/canonical-url/"> 2082 </a> (ii/i B. C.).</div> </div><br><br>'}