Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

περισκάλλω
περισκάπτω
περισκαρίζω
περίσκαψις
περισκελασία
περισκέλεια
περισκελής
περισκελής
περισκελία1
περισκέλια2
περισκελίζω
περισκελίς
περισκέλλω
περίσκεμμα
περισκεπάζω
περισκεπτέον
περίσκεπτος
περισκέπω
περίσκεψις
περισκέψομαι
περισκήνια
View word page
περισκελίζω
περισκελ-ίζω,
A). supplanto, Gloss.


ShortDef

supplanto

Debugging

Headword:
περισκελίζω
Headword (normalized):
περισκελίζω
Headword (normalized/stripped):
περισκελιζω
IDX:
82097
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-82098
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">περισκελ-ίζω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">supplanto,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Gloss.</span> </span> </div> </div><br><br>'}