Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

περισίδηρος
περισκαίρω
περισκάλλω
περισκάπτω
περισκαρίζω
περίσκαψις
περισκελασία
περισκέλεια
περισκελής
περισκελής
περισκελία1
περισκέλια2
περισκελίζω
περισκελίς
περισκέλλω
περίσκεμμα
περισκεπάζω
περισκεπτέον
περίσκεπτος
περισκέπω
περίσκεψις
View word page
περισκελία1
περισκελ-ία, ,
A). v. περισκέλεια .


ShortDef

hardness

Debugging

Headword:
περισκελία1
Headword (normalized):
περισκελία
Headword (normalized/stripped):
περισκελια1
IDX:
82095
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-82096
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">περισκελ-ία</span>, <span class="gen greek">ἡ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">περισκέλεια</span> .</div> </div><br><br>'}