Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
περισθενής
περισιαλόομαι
περισιγᾶν
περισιδηρόομαι
περισίδηρος
περισκαίρω
περισκάλλω
περισκάπτω
περισκαρίζω
περίσκαψις
περισκελασία
περισκέλεια
περισκελής
περισκελής
περισκελία1
περισκέλια2
περισκελίζω
περισκελίς
περισκέλλω
περίσκεμμα
περισκεπάζω
View word page
περισκελασία
περισκελ-ᾰσία
,
ἡ
,
A).
harshness in action
, of hellebore,
Orib.
Fr.
80
(nisi leg.
περισκέλεια
, cf.
περισκελής
(A)
11.2
).
ShortDef
harshness in action
Debugging
Headword:
περισκελασία
Headword (normalized):
περισκελασία
Headword (normalized/stripped):
περισκελασια
IDX:
82091
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-82092
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">περισκελ-ᾰσία</span>, <span class="gen greek">ἡ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">harshness in action</span>, of hellebore, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Orib.</span> <span class="title" style="font-style: italic;">Fr.</span> 80 </span> (nisi leg. <span class="foreign greek">περισκέλεια</span>, cf. <span class="foreign greek">περισκελής</span> (A) <span class="bibl"> 11.2 </span>).</div> </div><br><br>'}