Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

περισήπομαι
περισθενέω
περισθενής
περισιαλόομαι
περισιγᾶν
περισιδηρόομαι
περισίδηρος
περισκαίρω
περισκάλλω
περισκάπτω
περισκαρίζω
περίσκαψις
περισκελασία
περισκέλεια
περισκελής
περισκελής
περισκελία1
περισκέλια2
περισκελίζω
περισκελίς
περισκέλλω
View word page
περισκαρίζω
περισκᾰρίζω,
A). gloss on περισκαίρω , Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
περισκαρίζω
Headword (normalized):
περισκαρίζω
Headword (normalized/stripped):
περισκαριζω
IDX:
82089
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-82090
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">περισκᾰρίζω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> gloss on <span class="ref greek">περισκαίρω</span> , <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div> </div><br><br>'}