Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

περίσεμνος
περίσεπτος
περίσημος
περισήπομαι
περισθενέω
περισθενής
περισιαλόομαι
περισιγᾶν
περισιδηρόομαι
περισίδηρος
περισκαίρω
περισκάλλω
περισκάπτω
περισκαρίζω
περίσκαψις
περισκελασία
περισκέλεια
περισκελής
περισκελής
περισκελία1
περισκέλια2
View word page
περισκαίρω
περισκαίρω,
A). jump about, τινι Opp. C 1.143 .


ShortDef

jump about

Debugging

Headword:
περισκαίρω
Headword (normalized):
περισκαίρω
Headword (normalized/stripped):
περισκαιρω
IDX:
82086
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-82087
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">περισκαίρω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">jump about</span>, <span class="itype greek">τινι</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Opp.</span> <span class="title" style="font-style: italic;">C</span> 1.143 </span>.</div> </div><br><br>'}