Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

περισβέννυμι
περισείομαι
περισείρια
περίσεμνος
περίσεπτος
περίσημος
περισήπομαι
περισθενέω
περισθενής
περισιαλόομαι
περισιγᾶν
περισιδηρόομαι
περισίδηρος
περισκαίρω
περισκάλλω
περισκάπτω
περισκαρίζω
περίσκαψις
περισκελασία
περισκέλεια
περισκελής
View word page
περισιγᾶν
περισιγᾶν· ἀφέλκειν τοῦ προκειμένου, Hsch. (leg. περισπᾶν).


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
περισιγᾶν
Headword (normalized):
περισιγᾶν
Headword (normalized/stripped):
περισιγαν
IDX:
82083
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-82084
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">περισιγᾶν·</span> <span class="foreign greek">ἀφέλκειν τοῦ προκειμένου</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> (leg. <span class="foreign greek">περισπᾶν</span>).</div><br><br>'}