Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

περισαρκίζω
περισαρκισμός
περισαρκιστέον
περίσαρκος
περισαρκόω
περισάρκωσις
περισάρωμα
περισάττω
περισβέννυμι
περισείομαι
περισείρια
περίσεμνος
περίσεπτος
περίσημος
περισήπομαι
περισθενέω
περισθενής
περισιαλόομαι
περισιγᾶν
περισιδηρόομαι
περισίδηρος
View word page
περισείρια
περισείρια· τὰ πλάγια τῆς γλώττης, Hsch.; cf.
A). παράσειρος 11 .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
περισείρια
Headword (normalized):
περισείρια
Headword (normalized/stripped):
περισειρια
IDX:
82075
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-82076
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">περισείρια·</span> <span class="foreign greek">τὰ πλάγια τῆς γλώττης</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span></span>; cf. <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="quote greek">παράσειρος</span> <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg4085.tlg001:11" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg4085.tlg001:11/canonical-url/"> 11 </a> .</div> </div><br><br>'}