Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

περιρρήσσω
περιρρητινόομαι
περιρρίπτω
περιρρογχάζω
περιρροή
περίρροια
περιρρομβέω
περίρροος
περιρροπή
περιρρυής
περίρρυπος
περιρρύπτω
περιρρυσις
περίρρυτος
περιρρώξ
πέρις
περισαίνω
περισαλπίζω
περισαλπισμός
περίσαξις
περισαρκίζω
View word page
περίρρυπος
περίρρῠπος, ον,
A). all dirty, cj. in Crates Theb. 4 .


ShortDef

all dirty

Debugging

Headword:
περίρρυπος
Headword (normalized):
περίρρυπος
Headword (normalized/stripped):
περιρρυπος
IDX:
82055
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-82056
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">περίρρῠπος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">all dirty</span>, cj. in <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Crates Theb.</span> 4 </span>.</div> </div><br><br>'}