Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

περιρρηδής
περίρρηξις
περιρρήσσω
περιρρητινόομαι
περιρρίπτω
περιρρογχάζω
περιρροή
περίρροια
περιρρομβέω
περίρροος
περιρροπή
περιρρυής
περίρρυπος
περιρρύπτω
περιρρυσις
περίρρυτος
περιρρώξ
πέρις
περισαίνω
περισαλπίζω
περισαλπισμός
View word page
περιρροπή
περιρροπή, ,
A). inclining to one side, Gal. 18(2).430 .


ShortDef

inclining to one side

Debugging

Headword:
περιρροπή
Headword (normalized):
περιρροπή
Headword (normalized/stripped):
περιρροπη
IDX:
82053
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-82054
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">περιρροπή</span>, <span class="gen greek">ἡ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">inclining to one side</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Gal.</span> 18(2).430 </span>.</div> </div><br><br>'}