Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

περιρρέμβομαι
περιρρεπής
περιρρέπω
περίρρεψις
περιρρέω
περιρρήγνυμι
περιρρήδην
περιρρηδής
περίρρηξις
περιρρήσσω
περιρρητινόομαι
περιρρίπτω
περιρρογχάζω
περιρροή
περίρροια
περιρρομβέω
περίρροος
περιρροπή
περιρρυής
περίρρυπος
περιρρύπτω
View word page
περιρρητινόομαι
περιρρητῑνόομαι,
A). to be treated with resin, dub. in Gal. 12.659 .


ShortDef

to be treated with resin

Debugging

Headword:
περιρρητινόομαι
Headword (normalized):
περιρρητινόομαι
Headword (normalized/stripped):
περιρρητινοομαι
IDX:
82046
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-82047
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">περιρρητῑνόομαι</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">to be treated with resin</span>, dub. in <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Gal.</span> 12.659 </span>.</div> </div><br><br>'}