Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

περίρραμμα
περίρρανσις
περιρραντήριον
περιρραντής
περιρραντίζω
περιρραντισμός
περιρραπίζω
περιρράπτρια
περιρράπτω
περιρράσσω
περιρρέζω
περιρρέμβομαι
περιρρεπής
περιρρέπω
περίρρεψις
περιρρέω
περιρρήγνυμι
περιρρήδην
περιρρηδής
περίρρηξις
περιρρήσσω
View word page
περιρρέζω
περιρρέζω,
A). purify by sacrifice, Hsch.


ShortDef

purify by sacrifice

Debugging

Headword:
περιρρέζω
Headword (normalized):
περιρρέζω
Headword (normalized/stripped):
περιρρεζω
IDX:
82035
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-82036
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">περιρρέζω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">purify by sacrifice</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div> </div><br><br>'}