Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
περίπυστος
περιπωμάζω
περιρραγής
περιρραίνω
περίρραμμα
περίρρανσις
περιρραντήριον
περιρραντής
περιρραντίζω
περιρραντισμός
περιρραπίζω
περιρράπτρια
περιρράπτω
περιρράσσω
περιρρέζω
περιρρέμβομαι
περιρρεπής
περιρρέπω
περίρρεψις
περιρρέω
περιρρήγνυμι
View word page
περιρραπίζω
περιρρᾰπίζω
,
A).
lash round about
,
τῇ οὐρᾷ π. τὸ ἐδώδιμον
, of fish,
Plu.
2.977b
.
ShortDef
lash round about
Debugging
Headword:
περιρραπίζω
Headword (normalized):
περιρραπίζω
Headword (normalized/stripped):
περιρραπιζω
IDX:
82031
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-82032
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">περιρρᾰπίζω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">lash round about</span>, <span class="foreign greek">τῇ οὐρᾷ π. τὸ ἐδώδιμον</span>, of fish, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Plu.</span> 2.977b </span>.</div> </div><br><br>'}