Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

περίπυρον
περίπυστος
περιπωμάζω
περιρραγής
περιρραίνω
περίρραμμα
περίρρανσις
περιρραντήριον
περιρραντής
περιρραντίζω
περιρραντισμός
περιρραπίζω
περιρράπτρια
περιρράπτω
περιρράσσω
περιρρέζω
περιρρέμβομαι
περιρρεπής
περιρρέπω
περίρρεψις
περιρρέω
View word page
περιρραντισμός
περιρραν-τισμός, ,
A). sprinkling with water, Sm. Za. 13.1 .


ShortDef

sprinkling with water

Debugging

Headword:
περιρραντισμός
Headword (normalized):
περιρραντισμός
Headword (normalized/stripped):
περιρραντισμος
IDX:
82030
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-82031
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">περιρραν-τισμός</span>, <span class="gen greek">ὁ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">sprinkling with water</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Sm.</span> <span class="title" style="font-style: italic;">Za.</span> 13.1 </span>.</div> </div><br><br>'}