Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
περίπτωσις
περιπτώσσω
περιπτωτικός
περιπύημα
περιπυκάζω
περίπυρον
περίπυστος
περιπωμάζω
περιρραγής
περιρραίνω
περίρραμμα
περίρρανσις
περιρραντήριον
περιρραντής
περιρραντίζω
περιρραντισμός
περιρραπίζω
περιρράπτρια
περιρράπτω
περιρράσσω
περιρρέζω
View word page
περίρραμμα
περίρραμμα
,
ατος
,
τό
,
A).
something stitched on
,
Hsch.
s.v.
ἄκανθος
.
ShortDef
something stitched on
Debugging
Headword:
περίρραμμα
Headword (normalized):
περίρραμμα
Headword (normalized/stripped):
περιρραμμα
IDX:
82025
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-82026
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">περίρραμμα</span>, <span class="itype greek">ατος</span>, <span class="gen greek">τό</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">something stitched on</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> s.v. <span class="ref greek">ἄκανθος</span> .</div> </div><br><br>'}