Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

περιποτάομαι
περίποτος
περίπου
περίπους
περιπρακτορία
περίπρησις
περιπρό
περιπροβάλλω
περιπροθέω
περιπροχέομαι
περιπρωκτιάω
περιπταίω
περιπτέρνια
περιπτερνίς
περίπτερος
περιπτίσματα
περιπτίσσω
περίπτυγμα
περίπτυκτος
περίπτυξις
περιπτύσσω
View word page
περιπρωκτιάω
περιπρωκτιάω,
A). = σαυλοπρωκτιάω Com.Adesp. 1114 .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
περιπρωκτιάω
Headword (normalized):
περιπρωκτιάω
Headword (normalized/stripped):
περιπρωκτιαω
IDX:
82000
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-82001
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">περιπρωκτιάω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> = <span class="ref greek">σαυλοπρωκτιάω</span> <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">Com.Adesp.</span> 1114 </span>.</div> </div><br><br>'}