Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

περιπορεία
περιπορεύομαι
περιπορπάομαι
περιπόρπημα
περιπόρφυρος
περιπορφυρόσημος
περιπορφύρω
περιποτάομαι
περίποτος
περίπου
περίπους
περιπρακτορία
περίπρησις
περιπρό
περιπροβάλλω
περιπροθέω
περιπροχέομαι
περιπρωκτιάω
περιπταίω
περιπτέρνια
περιπτερνίς
View word page
περίπους
περίπους, ποδος, , ,
A). fitting close, as a shoe to the foot, Hsch., Phot. (better divisim, περὶ ποδός and περὶ πόδα).


ShortDef

fitting close

Debugging

Headword:
περίπους
Headword (normalized):
περίπους
Headword (normalized/stripped):
περιπους
IDX:
81993
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-81994
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">περίπους</span>, <span class="itype greek">ποδος</span>, <span class="gen greek">ὁ</span>, <span class="gen greek">ἡ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">fitting close</span>, as a shoe to the foot, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span></span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Phot.</span> </span> (better divisim, <span class="foreign greek">περὶ ποδός</span> and <span class="foreign greek">περὶ πόδα</span>).</div> </div><br><br>'}