Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

περιπομπεύω
περιπομπή
περιπονέω
περιπόνηρος
περιπορεία
περιπορεύομαι
περιπορπάομαι
περιπόρπημα
περιπόρφυρος
περιπορφυρόσημος
περιπορφύρω
περιποτάομαι
περίποτος
περίπου
περίπους
περιπρακτορία
περίπρησις
περιπρό
περιπροβάλλω
περιπροθέω
περιπροχέομαι
View word page
περιπορφύρω
περι-πορφύρω [ῡ], strengthd. for πορφύρω, Man. 5.24 .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
περιπορφύρω
Headword (normalized):
περιπορφύρω
Headword (normalized/stripped):
περιπορφυρω
IDX:
81989
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-81990
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">περι-πορφύρω</span> <span class="pron greek">[ῡ]</span>, strengthd. for <span class="foreign greek">πορφύρω</span>, <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg2583.tlg001:5:24" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg2583.tlg001:5.24/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Man.</span> 5.24 </a>.</div><br><br>'}