Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

περίπολος
περιπομπεύω
περιπομπή
περιπονέω
περιπόνηρος
περιπορεία
περιπορεύομαι
περιπορπάομαι
περιπόρπημα
περιπόρφυρος
περιπορφυρόσημος
περιπορφύρω
περιποτάομαι
περίποτος
περίπου
περίπους
περιπρακτορία
περίπρησις
περιπρό
περιπροβάλλω
περιπροθέω
View word page
περιπορφυρόσημος
περι-πορφῠρόσημος παῖς,, = Lat.
A). puer praetextatus, AP 12.185 ( Strat.).


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
περιπορφυρόσημος
Headword (normalized):
περιπορφυρόσημος
Headword (normalized/stripped):
περιπορφυροσημος
IDX:
81988
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-81989
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">περι-πορφῠρόσημος</span> <span class="foreign greek">παῖς,</span>, = Lat. <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">puer praetextatus,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">AP</span> 12.185 </span> (<span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Strat.</span></span>).</div> </div><br><br>'}