Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

περιπολιστικός
περιπολλόν
περίπολος
περιπομπεύω
περιπομπή
περιπονέω
περιπόνηρος
περιπορεία
περιπορεύομαι
περιπορπάομαι
περιπόρπημα
περιπόρφυρος
περιπορφυρόσημος
περιπορφύρω
περιποτάομαι
περίποτος
περίπου
περίπους
περιπρακτορία
περίπρησις
περιπρό
View word page
περιπόρπημα
περιπόρπ-ημα, ατος, τό,
A). that which is so fastened, Cyr.


ShortDef

that which is so fastened

Debugging

Headword:
περιπόρπημα
Headword (normalized):
περιπόρπημα
Headword (normalized/stripped):
περιπορπημα
IDX:
81986
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-81987
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">περιπόρπ-ημα</span>, <span class="itype greek">ατος</span>, <span class="gen greek">τό</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">that which is so fastened</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Cyr.</span> </span> </div> </div><br><br>'}