Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

περιπόλισμα
περιπολιστικός
περιπολλόν
περίπολος
περιπομπεύω
περιπομπή
περιπονέω
περιπόνηρος
περιπορεία
περιπορεύομαι
περιπορπάομαι
περιπόρπημα
περιπόρφυρος
περιπορφυρόσημος
περιπορφύρω
περιποτάομαι
περίποτος
περίπου
περίπους
περιπρακτορία
περίπρησις
View word page
περιπορπάομαι
περιπορπ-άομαι,
A). fasten with a clasp round oneself, App. Hisp. 42 .


ShortDef

fasten with a clasp round oneself

Debugging

Headword:
περιπορπάομαι
Headword (normalized):
περιπορπάομαι
Headword (normalized/stripped):
περιπορπαομαι
IDX:
81985
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-81986
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">περιπορπ-άομαι</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">fasten with a clasp round oneself</span>, <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0551.tlg007.perseus-grc1:42" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0551.tlg007.perseus-grc1:42/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">App.</span> <span class="title" style="font-style: italic;">Hisp.</span> 42 </a>.</div> </div><br><br>'}