Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

περιπόλιος
περίπολις
περιπόλισμα
περιπολιστικός
περιπολλόν
περίπολος
περιπομπεύω
περιπομπή
περιπονέω
περιπόνηρος
περιπορεία
περιπορεύομαι
περιπορπάομαι
περιπόρπημα
περιπόρφυρος
περιπορφυρόσημος
περιπορφύρω
περιποτάομαι
περίποτος
περίπου
περίπους
View word page
περιπορεία
περιπορ-εία, , in pl.,
A). gloss on ἀμφιπολῇσιν , EM 91.8 .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
περιπορεία
Headword (normalized):
περιπορεία
Headword (normalized/stripped):
περιπορεια
IDX:
81983
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-81984
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">περιπορ-εία</span>, <span class="gen greek">ἡ</span>, in pl., <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> gloss on <span class="ref greek">ἀμφιπολῇσιν</span> , <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg4099.tlg001:91:8" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg4099.tlg001:91.8/canonical-url/"> <span class="title" style="font-style: italic;">EM</span> 91.8 </a>.</div> </div><br><br>'}