Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

περιπόλιον
περιπόλιος
περίπολις
περιπόλισμα
περιπολιστικός
περιπολλόν
περίπολος
περιπομπεύω
περιπομπή
περιπονέω
περιπόνηρος
περιπορεία
περιπορεύομαι
περιπορπάομαι
περιπόρπημα
περιπόρφυρος
περιπορφυρόσημος
περιπορφύρω
περιποτάομαι
περίποτος
περίπου
View word page
περιπόνηρος
περιπόνηρος, ον,
A). very rascally, as a pun on περιφόρητος, Ἀρτέμων Ar. Ach. 850 .


ShortDef

very rascally

Debugging

Headword:
περιπόνηρος
Headword (normalized):
περιπόνηρος
Headword (normalized/stripped):
περιπονηρος
IDX:
81982
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-81983
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">περιπόνηρος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">very rascally</span>, as a pun on <span class="quote greek">περιφόρητος, Ἀρτέμων</span> <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0019.tlg001.perseus-grc1:850" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0019.tlg001.perseus-grc1:850/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Ar.</span> <span class="title" style="font-style: italic;">Ach.</span> 850 </a> .</div> </div><br><br>'}