Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

περιπολάρχης
περιπολεύω
περιπολέω
περιπόλημα
περιπόλησις
περιπολίζω
περιπόλιον
περιπόλιος
περίπολις
περιπόλισμα
περιπολιστικός
περιπολλόν
περίπολος
περιπομπεύω
περιπομπή
περιπονέω
περιπόνηρος
περιπορεία
περιπορεύομαι
περιπορπάομαι
περιπόρπημα
View word page
περιπολιστικός
περιπολ-ιστικός, , όν,
A). disposed for wandering : hence σύνοδος π. a company of trauelling artistes, IG 22.1350 , 14.747 (Naples), IGRom. 4.1361 (Thyatira), etc.


ShortDef

disposed for wandering

Debugging

Headword:
περιπολιστικός
Headword (normalized):
περιπολιστικός
Headword (normalized/stripped):
περιπολιστικος
IDX:
81976
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-81977
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">περιπολ-ιστικός</span>, <span class="itype greek">ή</span>, <span class="itype greek">όν</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">disposed for wandering</span> : hence <span class="foreign greek">σύνοδος π</span>. a company <span class="tr" style="font-weight: bold;">of trauelling artistes,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">IG</span> 22.1350 </span>, <span class="bibl"> 14.747 </span> (Naples), <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">IGRom.</span> 4.1361 </span> (Thyatira), etc.</div> </div><br><br>'}