Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

περιπολαῖος
περιπολάρχης
περιπολεύω
περιπολέω
περιπόλημα
περιπόλησις
περιπολίζω
περιπόλιον
περιπόλιος
περίπολις
περιπόλισμα
περιπολιστικός
περιπολλόν
περίπολος
περιπομπεύω
περιπομπή
περιπονέω
περιπόνηρος
περιπορεία
περιπορεύομαι
περιπορπάομαι
View word page
περιπόλισμα
περιπόλ-ισμα, ατος, τό,
A). = περιπόλημα , Vett. Val. 331.20 .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
περιπόλισμα
Headword (normalized):
περιπόλισμα
Headword (normalized/stripped):
περιπολισμα
IDX:
81975
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-81976
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">περιπόλ-ισμα</span>, <span class="itype greek">ατος</span>, <span class="gen greek">τό</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> = <span class="ref greek">περιπόλημα</span> , Vett. Val.<a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0496.tlg001:331:20" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0496.tlg001:331.20/canonical-url/"> 331.20 </a>.</div> </div><br><br>'}