Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

περιπόδιος
περιπόθητος
περιποιέω
περιποίημα
περιποίησις
περιποιητικός
περιποιητός
περιποικίλλομαι
περιποίκιλος
περιποιπνύω
περιπολάζω
περιπολαῖος
περιπολάρχης
περιπολεύω
περιπολέω
περιπόλημα
περιπόλησις
περιπολίζω
περιπόλιον
περιπόλιος
περίπολις
View word page
περιπολάζω
περιπολ-άζω,
A). f.l. for ἐπι -, Plu. 2.587b .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
περιπολάζω
Headword (normalized):
περιπολάζω
Headword (normalized/stripped):
περιπολαζω
IDX:
81964
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-81965
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">περιπολ-άζω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> f.l. for <span class="ref greek">ἐπι</span> -, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Plu.</span> 2.587b </span>.</div> </div><br><br>'}