Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

περιπνίγω
περιπνοή
περίπνοος
περιπόδιος
περιπόθητος
περιποιέω
περιποίημα
περιποίησις
περιποιητικός
περιποιητός
περιποικίλλομαι
περιποίκιλος
περιποιπνύω
περιπολάζω
περιπολαῖος
περιπολάρχης
περιπολεύω
περιπολέω
περιπόλημα
περιπόλησις
περιπολίζω
View word page
περιποικίλλομαι
περιποικίλλομαι, Pass.,
A). to be variegated, Apollon. Lex. s.v. κεστός .


ShortDef

to be variegated

Debugging

Headword:
περιποικίλλομαι
Headword (normalized):
περιποικίλλομαι
Headword (normalized/stripped):
περιποικιλλομαι
IDX:
81961
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-81962
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">περιποικίλλομαι</span>, Pass., <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">to be variegated</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Apollon.</span> <span class="title" style="font-style: italic;">Lex.</span> </span> s.v. <span class="ref greek">κεστός</span> .</div> </div><br><br>'}