Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

περιπλοκή
περίπλοκος
περιπλόμενος
περίπλοος
περίπλοος
περιπλούσιος
περίπλυμα
περιπλύνω
περίπλυσις
περιπλώω
περιπνευμονία
περιπνέω
περιπνιγή
περιπνιγής
περιπνίγω
περιπνοή
περίπνοος
περιπόδιος
περιπόθητος
περιποιέω
περιποίημα
View word page
περιπνευμονία
περιπνευμονία, περι-πνευμονιάω, περι-πνευμονικός, v. περιπλευμ-.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
περιπνευμονία
Headword (normalized):
περιπνευμονία
Headword (normalized/stripped):
περιπνευμονια
IDX:
81947
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-81948
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">περιπνευμονία</span>, <span class="orth greek">περι-πνευμονιάω</span>, <span class="orth greek">περι-πνευμονικός</span>, v. <span class="itype greek">περιπλευμ</span>-.</div><br><br>'}