Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

περιπλοκάς
περιπλοκή
περίπλοκος
περιπλόμενος
περίπλοος
περίπλοος
περιπλούσιος
περίπλυμα
περιπλύνω
περίπλυσις
περιπλώω
περιπνευμονία
περιπνέω
περιπνιγή
περιπνιγής
περιπνίγω
περιπνοή
περίπνοος
περιπόδιος
περιπόθητος
περιποιέω
View word page
περιπλώω
περιπλώω, Ion. and poet. for περιπλέω.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
περιπλώω
Headword (normalized):
περιπλώω
Headword (normalized/stripped):
περιπλωω
IDX:
81946
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-81947
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">περιπλώω</span>, Ion. and poet. for <span class="foreign greek">περιπλέω</span>.</div><br><br>'}