Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
περιπλίξ
περιπλίσσομαι
περιπλοκάδην
περιπλοκάς
περιπλοκή
περίπλοκος
περιπλόμενος
περίπλοος
περίπλοος
περιπλούσιος
περίπλυμα
περιπλύνω
περίπλυσις
περιπλώω
περιπνευμονία
περιπνέω
περιπνιγή
περιπνιγής
περιπνίγω
περιπνοή
περίπνοος
View word page
περίπλυμα
περί-πλῠμα
,
ατος
,
τό
,
A).
soluble portion
,
ἡ κονία π. τῆς τέφρας
Gal.
12.35
.
ShortDef
soluble portion
Debugging
Headword:
περίπλυμα
Headword (normalized):
περίπλυμα
Headword (normalized/stripped):
περιπλυμα
IDX:
81943
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-81944
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">περί-πλῠμα</span>, <span class="itype greek">ατος</span>, <span class="gen greek">τό</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">soluble portion</span>, <span class="quote greek">ἡ κονία π. τῆς τέφρας</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Gal.</span> 12.35 </span> .</div> </div><br><br>'}