περίπλοος,
ον, contr.
περιπλόκ-πλους,
ουν,
A). sailing round, ἡγητὴρ π. AP 9.559 ( Crin.).
III). τὸν Ἰσθμὸν περίπλουν ἐργαζόμενος making it a
passage by water,
Id. VA 4.24 .
IV). enfolding,
σὺν λοβοῖς πολλάκις κοίλῃ περιπλόοις enfolding the vena cava,
Hp. Ep. 23 .