Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

περιπληθής
περιπλήθω
περιπλίγδην
περίπλικτος
περιπλίξ
περιπλίσσομαι
περιπλοκάδην
περιπλοκάς
περιπλοκή
περίπλοκος
περιπλόμενος
περίπλοος
περίπλοος
περιπλούσιος
περίπλυμα
περιπλύνω
περίπλυσις
περιπλώω
περιπνευμονία
περιπνέω
περιπνιγή
View word page
περιπλόμενος
περιπλόμενος,
A). v. περιπέλομαι .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
περιπλόμενος
Headword (normalized):
περιπλόμενος
Headword (normalized/stripped):
περιπλομενος
IDX:
81939
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-81940
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">περιπλόμενος</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">περιπέλομαι</span> .</div> </div><br><br>'}