Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

περίπλευρος
περιπλέω
περίπλεως
περιπληθής
περιπλήθω
περιπλίγδην
περίπλικτος
περιπλίξ
περιπλίσσομαι
περιπλοκάδην
περιπλοκάς
περιπλοκή
περίπλοκος
περιπλόμενος
περίπλοος
περίπλοος
περιπλούσιος
περίπλυμα
περιπλύνω
περίπλυσις
περιπλώω
View word page
περιπλοκάς
περιπλοκ-άς, άδος, , =
A). capreolus, cincinnus, Gloss. (pl.).


ShortDef

capreolus, cincinnus

Debugging

Headword:
περιπλοκάς
Headword (normalized):
περιπλοκάς
Headword (normalized/stripped):
περιπλοκας
IDX:
81936
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-81937
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">περιπλοκ-άς</span>, <span class="itype greek">άδος</span>, <span class="gen greek">ἡ</span>, = <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">capreolus, cincinnus,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Gloss.</span> </span> (pl.).</div> </div><br><br>'}