Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

περιπλευριτικός
περίπλευρος
περιπλέω
περίπλεως
περιπληθής
περιπλήθω
περιπλίγδην
περίπλικτος
περιπλίξ
περιπλίσσομαι
περιπλοκάδην
περιπλοκάς
περιπλοκή
περίπλοκος
περιπλόμενος
περίπλοος
περίπλοος
περιπλούσιος
περίπλυμα
περιπλύνω
περίπλυσις
View word page
περιπλοκάδην
περιπλοκ-άδην [ᾰ], Adv.
A). = περιπλέγδην , AP 5.251 (Paul. Sil.).


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
περιπλοκάδην
Headword (normalized):
περιπλοκάδην
Headword (normalized/stripped):
περιπλοκαδην
IDX:
81935
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-81936
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">περιπλοκ-άδην</span> <span class="pron greek">[ᾰ]</span>, Adv. <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> = <span class="ref greek">περιπλέγδην</span> , <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">AP</span> 5.251 </span> (Paul. Sil.).</div> </div><br><br>'}