Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
περιπλευμονικός
περιπλευρίζω
περιπλευριτικός
περίπλευρος
περιπλέω
περίπλεως
περιπληθής
περιπλήθω
περιπλίγδην
περίπλικτος
περιπλίξ
περιπλίσσομαι
περιπλοκάδην
περιπλοκάς
περιπλοκή
περίπλοκος
περιπλόμενος
περίπλοος
περίπλοος
περιπλούσιος
περίπλυμα
View word page
περιπλίξ
περι-πλίξ
,
A).
embracing
with the legs,
Hsch.
ShortDef
embracing
Debugging
Headword:
περιπλίξ
Headword (normalized):
περιπλίξ
Headword (normalized/stripped):
περιπλιξ
IDX:
81933
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-81934
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">περι-πλίξ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">embracing</span> with the legs, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div> </div><br><br>'}