Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

περιπλευμονιάω
περιπλευμονικός
περιπλευρίζω
περιπλευριτικός
περίπλευρος
περιπλέω
περίπλεως
περιπληθής
περιπλήθω
περιπλίγδην
περίπλικτος
περιπλίξ
περιπλίσσομαι
περιπλοκάδην
περιπλοκάς
περιπλοκή
περίπλοκος
περιπλόμενος
περίπλοος
περίπλοος
περιπλούσιος
View word page
περίπλικτος
περί-πλικτος, ον,
A). crossing, ποσσὶ π., of dancers, Theoc. 18.8 (v.l.-πλέκτοις).


ShortDef

crossed

Debugging

Headword:
περίπλικτος
Headword (normalized):
περίπλικτος
Headword (normalized/stripped):
περιπλικτος
IDX:
81932
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-81933
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">περί-πλικτος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">crossing</span>, <span class="foreign greek">ποσσὶ π</span>., of dancers, <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0005.tlg001.perseus-grc1:18:8" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0005.tlg001.perseus-grc1:18.8/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Theoc.</span> 18.8 </a> (v.l.-<span class="foreign greek">πλέκτοις</span>).</div> </div><br><br>'}