Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
περιπλευμονιακός
περιπλευμονιάω
περιπλευμονικός
περιπλευρίζω
περιπλευριτικός
περίπλευρος
περιπλέω
περίπλεως
περιπληθής
περιπλήθω
περιπλίγδην
περίπλικτος
περιπλίξ
περιπλίσσομαι
περιπλοκάδην
περιπλοκάς
περιπλοκή
περίπλοκος
περιπλόμενος
περίπλοος
περίπλοος
View word page
περιπλίγδην
περι-πλίγδην·
περιβάδην
,
Hsch.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
περιπλίγδην
Headword (normalized):
περιπλίγδην
Headword (normalized/stripped):
περιπλιγδην
IDX:
81931
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-81932
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">περι-πλίγδην·</span> <span class="foreign greek">περιβάδην</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}