Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

περιπλεκτικός
περίπλεκτος
περιπλέκω
περίπλεξις
περίπλεος
περιπλευμονία
περιπλευμονιακός
περιπλευμονιάω
περιπλευμονικός
περιπλευρίζω
περιπλευριτικός
περίπλευρος
περιπλέω
περίπλεως
περιπληθής
περιπλήθω
περιπλίγδην
περίπλικτος
περιπλίξ
περιπλίσσομαι
περιπλοκάδην
View word page
περιπλευριτικός
περιπλευρ-ῑτικός, , όν,
A). affecting the πλευρά, νοσήματα Hp. Coac. 502 ( v.l. for πλευριτικά ).


ShortDef

affecting the πλευρά

Debugging

Headword:
περιπλευριτικός
Headword (normalized):
περιπλευριτικός
Headword (normalized/stripped):
περιπλευριτικος
IDX:
81925
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-81926
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">περιπλευρ-ῑτικός</span>, <span class="itype greek">ή</span>, <span class="itype greek">όν</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">affecting the</span> <span class="quote greek">πλευρά, νοσήματα</span> <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0627.tlg017:502" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0627.tlg017:502/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hp.</span> <span class="title" style="font-style: italic;">Coac.</span> 502 </a> ( v.l. for <span class="ref greek">πλευριτικά</span> ).</div> </div><br><br>'}