Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

περιπλέκεια
περιπλεκής
περιπλεκτέον
περιπλεκτικός
περίπλεκτος
περιπλέκω
περίπλεξις
περίπλεος
περιπλευμονία
περιπλευμονιακός
περιπλευμονιάω
περιπλευμονικός
περιπλευρίζω
περιπλευριτικός
περίπλευρος
περιπλέω
περίπλεως
περιπληθής
περιπλήθω
περιπλίγδην
περίπλικτος
View word page
περιπλευμονιάω
περιπλευμον-ιάω,
A). have περιπλευμονία, Poll. 4.187 (in form περιπν-).


ShortDef

have inflammation of the lungs

Debugging

Headword:
περιπλευμονιάω
Headword (normalized):
περιπλευμονιάω
Headword (normalized/stripped):
περιπλευμονιαω
IDX:
81922
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-81923
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">περιπλευμον-ιάω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">have</span> <span class="foreign greek">περιπλευμονία</span>, <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0542.tlg001:4:187" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0542.tlg001:4.187/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Poll.</span> 4.187 </a> (in form <span class="itype greek">περιπν</span>-).</div> </div><br><br>'}