Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

περίπλεγμα
περιπλέγνυμαι
περίπλειος
περιπλέκεια
περιπλεκής
περιπλεκτέον
περιπλεκτικός
περίπλεκτος
περιπλέκω
περίπλεξις
περίπλεος
περιπλευμονία
περιπλευμονιακός
περιπλευμονιάω
περιπλευμονικός
περιπλευρίζω
περιπλευριτικός
περίπλευρος
περιπλέω
περίπλεως
περιπληθής
View word page
περίπλεος
περίπλεος, ον,
A). v. περίπλεως .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
περίπλεος
Headword (normalized):
περίπλεος
Headword (normalized/stripped):
περιπλεος
IDX:
81919
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-81920
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">περίπλεος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">περίπλεως</span> .</div> </div><br><br>'}