Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
περιπλαστεύω
περιπλαταγέω
περιπλέγδην
περίπλεγμα
περιπλέγνυμαι
περίπλειος
περιπλέκεια
περιπλεκής
περιπλεκτέον
περιπλεκτικός
περίπλεκτος
περιπλέκω
περίπλεξις
περίπλεος
περιπλευμονία
περιπλευμονιακός
περιπλευμονιάω
περιπλευμονικός
περιπλευρίζω
περιπλευριτικός
περίπλευρος
View word page
περίπλεκτος
περίπλεκ-τος
,
ον
,
A).
intertwining, crossing
, of the feet of dancers,
Theoc.
18.8
(nisi leg.
περίπλικτος
).
ShortDef
intertwining, crossing
Debugging
Headword:
περίπλεκτος
Headword (normalized):
περίπλεκτος
Headword (normalized/stripped):
περιπλεκτος
IDX:
81916
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-81917
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">περίπλεκ-τος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">intertwining, crossing</span>, of the feet of dancers, <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0005.tlg001.perseus-grc1:18:8" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0005.tlg001.perseus-grc1:18.8/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Theoc.</span> 18.8 </a> (nisi leg. <span class="foreign greek">περίπλικτος</span>).</div> </div><br><br>'}