Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
περιπλάσσω
περιπλαστεύω
περιπλαταγέω
περιπλέγδην
περίπλεγμα
περιπλέγνυμαι
περίπλειος
περιπλέκεια
περιπλεκής
περιπλεκτέον
περιπλεκτικός
περίπλεκτος
περιπλέκω
περίπλεξις
περίπλεος
περιπλευμονία
περιπλευμονιακός
περιπλευμονιάω
περιπλευμονικός
περιπλευρίζω
περιπλευριτικός
View word page
περιπλεκτικός
περιπλεκ-τικός
,
ή
,
όν
,
A).
embracing
,
τινος
Gal.
19.131
.
ShortDef
embracing
Debugging
Headword:
περιπλεκτικός
Headword (normalized):
περιπλεκτικός
Headword (normalized/stripped):
περιπλεκτικος
IDX:
81915
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-81916
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">περιπλεκ-τικός</span>, <span class="itype greek">ή</span>, <span class="itype greek">όν</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">embracing</span>, <span class="itype greek">τινος</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Gal.</span> 19.131 </span>.</div> </div><br><br>'}