Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

περίπλασις
περιπλάσσω
περιπλαστεύω
περιπλαταγέω
περιπλέγδην
περίπλεγμα
περιπλέγνυμαι
περίπλειος
περιπλέκεια
περιπλεκής
περιπλεκτέον
περιπλεκτικός
περίπλεκτος
περιπλέκω
περίπλεξις
περίπλεος
περιπλευμονία
περιπλευμονιακός
περιπλευμονιάω
περιπλευμονικός
περιπλευρίζω
View word page
περιπλεκτέον
περιπλεκ-τέον,
A). one must mix, μέλιταῖς τροφαῖς Aët. 4.20 .


ShortDef

one must mix

Debugging

Headword:
περιπλεκτέον
Headword (normalized):
περιπλεκτέον
Headword (normalized/stripped):
περιπλεκτεον
IDX:
81914
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-81915
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">περιπλεκ-τέον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">one must mix</span>, <span class="quote greek">μέλιταῖς τροφαῖς</span> <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0718.tlg004:20" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0718.tlg004:20/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Aët.</span> 4.20 </a> .</div> </div><br><br>'}