Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

περιπλάνησις
περιπλανία
περιπλάνιος
περίπλασις
περιπλάσσω
περιπλαστεύω
περιπλαταγέω
περιπλέγδην
περίπλεγμα
περιπλέγνυμαι
περίπλειος
περιπλέκεια
περιπλεκής
περιπλεκτέον
περιπλεκτικός
περίπλεκτος
περιπλέκω
περίπλεξις
περίπλεος
περιπλευμονία
περιπλευμονιακός
View word page
περίπλειος
περίπλειος,
A). v. περίπλεως .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
περίπλειος
Headword (normalized):
περίπλειος
Headword (normalized/stripped):
περιπλειος
IDX:
81911
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-81912
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">περίπλειος</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">περίπλεως</span> .</div> </div><br><br>'}