Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

περιπίπτω
περιπίσματα
περιπίτνω
περιπλανάομαι
περιπλανής
περιπλάνησις
περιπλανία
περιπλάνιος
περίπλασις
περιπλάσσω
περιπλαστεύω
περιπλαταγέω
περιπλέγδην
περίπλεγμα
περιπλέγνυμαι
περίπλειος
περιπλέκεια
περιπλεκής
περιπλεκτέον
περιπλεκτικός
περίπλεκτος
View word page
περιπλαστεύω
περι-πλαστεύω,
A). surround with a bank of clay, in Pass., Sammelb. 4481.8 (v A. D.).


ShortDef

surround with a bank of clay

Debugging

Headword:
περιπλαστεύω
Headword (normalized):
περιπλαστεύω
Headword (normalized/stripped):
περιπλαστευω
IDX:
81906
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-81907
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">περι-πλαστεύω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">surround with a bank of clay</span>, in Pass., <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">Sammelb.</span> 4481.8 </span> (v A. D.).</div> </div><br><br>'}