Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

περιπίμπρημι
περιπιπράσκω
περιπίπτω
περιπίσματα
περιπίτνω
περιπλανάομαι
περιπλανής
περιπλάνησις
περιπλανία
περιπλάνιος
περίπλασις
περιπλάσσω
περιπλαστεύω
περιπλαταγέω
περιπλέγδην
περίπλεγμα
περιπλέγνυμαι
περίπλειος
περιπλέκεια
περιπλεκής
περιπλεκτέον
View word page
περίπλασις
περί-πλᾰσις, εως, ,
A). plastering round, Gal. 6.690 .


ShortDef

plastering round

Debugging

Headword:
περίπλασις
Headword (normalized):
περίπλασις
Headword (normalized/stripped):
περιπλασις
IDX:
81904
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-81905
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">περί-πλᾰσις</span>, <span class="itype greek">εως</span>, <span class="gen greek">ἡ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">plastering round</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Gal.</span> 6.690 </span>.</div> </div><br><br>'}