περιπλανάομαι
περιπλᾰν-άομαι,
A). wander about,[Κρήτην] : metaph., 4.151 float round about one, as the lion's skin round Heracles, I. 6(5).47 .
2). abs., wander, Herm. 59 , , etc.: metaph., 47.21 ταῦτα π. to be in this state of uncertainty, Cyr. 1.3.5 ; περιπλανᾶσθαι τὸν αὐλικὸν .. ᾑρημένον βίον Ind.Sto. 13 ; περιπεπλανημένα μέτρα erratic, irregular, Dem. 50 .